remedy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
remedy (en)
- γιατρικό, θεραπεία, κάτι που θεραπεύει
- (γενικότερα) θεραπεία, κάτι που διορθώνει ένα κακό
- (νομικός όρος) τα νομικά μέσα για την αποκατάσταση ενός δικαιώματος ή για την επανόρθωση ενός κακού
Ρήμα[επεξεργασία]
remedy (en)