remedy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]remedy (en)
- γιατρικό, θεραπεία, κάτι που θεραπεύει
- (γενικότερα) θεραπεία, κάτι που διορθώνει ένα κακό
- (νομικός όρος) τα νομικά μέσα για την αποκατάσταση ενός δικαιώματος ή για την επανόρθωση ενός κακού
- η ανασκευή
- ↪ He is expected to come forward with a new statement which will contain the necessary remedy.
- (Αυτός) αναμένεται να προβεί σε νέα δήλωση η οποία θα περιέχει την αναγκαία ανασκευή.
- ↪ He is expected to come forward with a new statement which will contain the necessary remedy.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | remedy |
γ΄ ενικό ενεστώτα | remedies |
αόριστος | remedied |
παθητική μετοχή | remedied |
ενεργητική μετοχή | remedying |
remedy (en)
- γιατρεύω, θεραπεύω
- ανασκευάζω
- ↪ The prosecution’s main witness remedied his statement.
- Η κυριότερη μάρτυρας κατηγορίας ανασκεύασε την δήλωσή του.
- ↪ The prosecution’s main witness remedied his statement.