remittance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
remittance remittances

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

remittance (en)

  • (επίσημο) το έμβασμα, χρηματικό ποσό που αποστέλλεται σε ξένη χώρα
    I am acknowledging receipt of your remittance.
    Βεβαιώνω λήψη του εμβάσματός σας.

Πηγές[επεξεργασία]