remittance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
remittance | remittances |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
remittance (en)
- (επίσημο) το έμβασμα, χρηματικό ποσό που αποστέλλεται σε ξένη χώρα
- ↪ I am acknowledging receipt of your remittance.
- Βεβαιώνω λήψη του εμβάσματός σας.
- ↪ I am acknowledging receipt of your remittance.