remnant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
remnant (en)
- απομεινάρι
- ρετάλι, υπόλοιπο από τόπι υφάσματος ή άλλου εμπορεύματος