remnant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

remnant (en)

  1. απομεινάρι, απολειφάδι
  2. ρετάλι, υπόλοιπο από τόπι υφάσματος ή άλλου εμπορεύματος