remodel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας remodel
γ΄ ενικό ενεστώτα remodels
αόριστος remodelled, remodeled
παθητική μετοχή remodelled, remodeled
ενεργητική μετοχή remodelling, remodeling
Οι δεύτεροι τύποι, κυρίως στα αμερικάνικα αγγλικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

remodel < re- + model

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˌriːˈmɒd.əl/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˌriːˈmɑː.dəl/ (ΗΠΑ)

Ρήμα[επεξεργασία]

remodel (en)

  1. ανακαινίζω, αναδιαμορφώνω
    Rob wanted to remodel his office and make it larger.
    Ο Ρομπ ήθελε να ανακαινίσει το γραφείο του και να το κάνει μεγαλύτερο.
  2. μεταποιώ

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]