remontant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό remontant remontants
θηλυκό remontante remontantes

Επίθετο[επεξεργασία]

remontant (fr)

  1. (βοτανική) λέγεται για φυτά που βγάζουν άνθη και καρπούς για δεύτερη φορά, εκτός από την κανονική τους εποχή
  2. ενθαρρυντικός, τονωτικός