remonte-pente

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
remonte-pente < remonter + pente

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
remonte-pente remonte-pentes

remonte-pente (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]