remonte-pente
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
remonte-pente | remonte-pentes |
remonte-pente (fr) αρσενικό
- το τελεσκί
ενικός | πληθυντικός |
remonte-pente | remonte-pentes |
remonte-pente (fr) αρσενικό