remote

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός remote
συγκριτικός remoter / more remote
υπερθετικός remotest / most remote

remote (en)

  1. απομακρυσμένος
    ⮡  The excavation site is remote.
    Η τοποθεσία της ανασκαφής είναι απομακρυσμένη.
  2. παραμικρός, ελάχιστος
    ⮡  There is still a remote chance that they will find her.
    Υπάρχει ακόμη μια παραμικρή πιθανότητα να τη βρουν.
    ⮡  I don't have the remotest idea what you're talking about.
    Δεν έχω την ελάχιστη ιδέα για το τι λες.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
remote remotes

remote (en)