rempailleur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʁɑ̃.pa.jœːʁ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rempailleur | rempailleurs |
θηλυκό | rempailleuse | rempailleuses |
rempailleur (fr) αρσενικό
- ο καρεκλάς