remplaçante
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- remplaçante < θηλυκό του remplaçant
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
remplaçante | remplaçantes |
remplaçante (fr) θηλυκό