remplissage
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- remplissage < remplir
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
remplissage | remplissages |
remplissage (fr) αρσενικό
- το γέμισμα, η πληρότητα, η πλήρωση
- το παραγέμισμα ενός κειμένου με άχρηστα στοιχεία