remplumer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

remplumer (fr)

  1. ξαναβάζω πούπουλα
  1. (κυνήγι) βγάζω ξανά πούπουλα
    les oiseaux commencent à se remplumer - τα πουλιά αρχίζουν να ξαναβγάζουν πούπουλα
  2. (οικείο) ξαναπαίρνω βάρος
    il avait beaucoup maigri à cause de sa maladie mais, ces derniers temps, il s'est bien remplumé !
    είχε αδυνατήσει πολύ λόγω της ασθένειάς του, όμως τον τελευταίο καιρό ξαναπήρε αρκετό βάρος
  3. (οικείο) παίρνω πίσω τα λεφτά που είχα χάσει
    il avait beaucoup perdu, à cause de son entreprise, mais il commence à se remplumer
    είχε χάσει πολλά λεφτά, από την εταιρεία του, όμως αρχίζει να τα παίρνει πίσω