Μετάβαση στο περιεχόμενο

remuage

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
remuage < remuer

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
remuage remuages

remuage (fr) αρσενικό