remuant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- remuant < remuer
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | remuant | remuants |
θηλυκό | remuante | remuantes |
remuant (fr)
- που βρίσκεται σε συνεχή κίνηση, ταραγμένος