rencontre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rencontre rencontres

rencontre (fr) θηλυκό

  1. η συνάντηση
  2. το συναπάντημα

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

rencontre (fr)

  1. α΄ ή γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του rencontrer
  2. α΄ ή γ΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής ενεστώτα του rencontrer
  3. β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεστώτα του rencontrer