rend
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | rend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rends |
αόριστος | rent, rended |
παθητική μετοχή | rent, rended |
ενεργητική μετοχή | rending |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
[επεξεργασία]rend (en)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- heart-rending (σπαρακτικό, σπαραξικάρδιο)