Μετάβαση στο περιεχόμενο

renovate

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας renovate
γ΄ ενικό ενεστώτα renovates
αόριστος renovated
παθητική μετοχή renovated
ενεργητική μετοχή renovating

renovate (en)

  • ανακαινίζω
      We need to renovate the kitchen.
    Πρέπει να ανακαινίσουμε την κουζίνα.
      a renovated building - ανακαινισμένο κτίριο

Σύνθετα

[επεξεργασία]