renovation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
renovation renovations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

renovation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η ανακαίνιση
    The store is closed due to renovation/renovations.
    Το κατάστημα είναι κλειστό λόγω ανακαινίσεως.
    Work has begun on the renovation of the building.
    Άρχισαν οι εργασίες για την ανακαίνιση του κτιρίου.

Συγγενικά

[επεξεργασία]