rent out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | rent out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rents out |
αόριστος | rented out |
παθητική μετοχή | rented out |
ενεργητική μετοχή | renting out |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
rent out (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 294. ISBN 9780194325684., λήμμα: ενοικιάζω