rental
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
rental (en) (χωρίς παραθετικά)
- ενοικιαζόμενος, ενοικιάζομαι
- ↪ I need a rental car when I go to Athens.
- Χρειάζομαι ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο όταν πάω στην Αθήνα.
- ↪ rental apartments - ενοικιάζονται διαμερίσματα
- ↪ I need a rental car when I go to Athens.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rental | rentals |
rental (en)
- η ενοικίαση, η μίσθωση, η ενέργεια του ενοικιάζω
- κάτι που ενοικιάζεται
- ↪ I booked a cheap rental (car).
- Έκλεισα ένα φτηνό ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο.
- ↪ I booked a cheap rental (car).