rente
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Από το ρήμα rendre.
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rente (fr) θηλυκό
- Ετήσιο εισόδημα, ράντα.
rente (fr) θηλυκό