rentière

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rentière (fr) θηλυκό

  • Αυτή που επικαρπώνεται μια ράντα.

Συγγενικά

[επεξεργασία]