renvoi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
renvoi | renvois |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
renvoi (fr) αρσενικό
- απόλυση
- le directeur a décidé le renvoi immédiat de l'employé responsable
- ο διευθυντής αποφάσισε την άμεση απόλυση του υπεύθυνου εργαζόμενου
- le directeur a décidé le renvoi immédiat de l'employé responsable
- η παραπομπή