Μετάβαση στο περιεχόμενο

renvoi

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
renvoi renvois

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

renvoi (fr) αρσενικό

  1. η απόλυση, η αποπομπή
    le directeur a décidé le renvoi immédiat de l'employé responsable
    ο διευθυντής αποφάσισε την άμεση απόλυση του υπεύθυνου εργαζόμενου
  2. η παραπομπή

Συγγενικά

[επεξεργασία]