Μετάβαση στο περιεχόμενο

reorganization

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
reorganization reorganizations

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
reorganization < re- + organization

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

reorganization (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η αναδιοργάνωση
      Our company needs a total reorganization.
    Η εταιρεία μας θέλει ριζική αναδιοργάνωση.