repairman
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
repairman | repairmen |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]repairman (en) (θηλυκό repairwoman)
- (επάγγελμα) ο συντηρητής