repent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | repent |
γ΄ ενικό ενεστώτα | repents |
αόριστος | repented |
παθητική μετοχή | repented |
ενεργητική μετοχή | repenting |
Ρήμα[επεξεργασία]
repent (en) (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο)
- μετανοώ
- ↪ I am repenting for my sins.
- Μετανοώ για τις αμαρτίες μου.
- ↪ God forgives those who sincerely repent.
- Ο Θεός συγχωρεί εκείνους που μετανοούν ειλικρινά.
- ↪ I am repenting for my sins.