repent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας repent
γ΄ ενικό ενεστώτα repents
αόριστος repented
παθητική μετοχή repented
ενεργητική μετοχή repenting

Ρήμα[επεξεργασία]

repent (en) (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο)

  • μετανοώ
    I am repenting for my sins.
    Μετανοώ για τις αμαρτίες μου.
    God forgives those who sincerely repent.
    Ο Θεός συγχωρεί εκείνους που μετανοούν ειλικρινά.

Πηγές[επεξεργασία]