rephrase
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | rephrase |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rephrases |
αόριστος | rephrased |
παθητική μετοχή | rephrased |
ενεργητική μετοχή | rephrasing |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˌriːˈfreɪz/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : re‐phrase
Ρήμα
[επεξεργασία]rephrase (en)
- (μεταβατικό) το να αναδιατυπώνω κάτι, λέω κάτι με άλλα λόγια
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- rephrase - Cambridge Dictionary online