Μετάβαση στο περιεχόμενο

rephrasing

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
rephrasing rephrasings

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rephrasing (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

rephrasing (en)