rephrasing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
rephrasing | rephrasings |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]rephrasing (en)
- κάτι που έχει αναδιατυπωθεί, η αναδιατύπωση
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]rephrasing (en)