replace

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας replace
γ΄ ενικό ενεστώτα replaces
αόριστος replaced
παθητική μετοχή replaced
ενεργητική μετοχή replacing

Ετυμολογία [επεξεργασία]

replace < re- + place

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ρήμα[επεξεργασία]

replace (en) (μεταβατικό)

  1. επανατοποθετώ, αποκαθιστώ
    When you've finished using the telephone, please replace the handset.
    λείπει η μετάφραση
  2. επιστρέφω χρήματα
    You can take what you need from the petty cash, but you must replace it tomorrow morning.
    λείπει η μετάφραση
  3. αντικαθιστώ κάτι με κάτι άλλο, αλλάζω
    I replaced my car with a newer model. - Αντικατέστησα το αυτοκίνητό μου με καινούριο μοντέλο.
    The batteries were dead so I replaced them - Οι μπαταρίες είχαν λήξει και τις άλλαξα.
  4. αντικαθιστώ, παίρνω τη θέση κάποιου άλλου
    This security pass replaces the one you were given earlier.
    λείπει η μετάφραση
  5. (σπάνιο) τοποθετώ ξανά
  6. (σπάνιο) τοποθετώ σε άλλο μέρος

επιλογή κατάλληλων προθέσεων[επεξεργασία]

  • replacing/to replace something with something

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]