replete

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

replete (en)

  1. γεμάτος, πλήρης
    this book is replete with helpful ideas - αυτό το βιβλίο είναι γεμάτο χρήσιμες ιδέες
  2. κορεσμένος, υπερπλήρης

επιλογή κατάλληλων προθέσεων

[επεξεργασία]
  • replete with