replete
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]replete (en)
- γεμάτος, πλήρης
- this book is replete with helpful ideas - αυτό το βιβλίο είναι γεμάτο χρήσιμες ιδέες
- κορεσμένος, υπερπλήρης
επιλογή κατάλληλων προθέσεων
[επεξεργασία]- replete with