Μετάβαση στο περιεχόμενο

reporto

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
reporto < re- + porto

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /rɛˈpɔr.toː/

reporto (la) (reportō1, reportāvī, reportātum, reportāre)

  1. επαναφέρω
  2. ξαναφέρνω, ξανακερδίζω