repository

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
repository repositories

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

repository (en)

  1. η τοποθεσία για αποθήκευση, ο θησαυρός
    he is a repository of information - είναι θησαυρός πληροφοριών
     συνώνυμα: mine, storehouse
  2. (πληροφορική) αποθετήριο (πηγαίου κώδικα και δεδομένων ή γενικότερα πληροφοριών)
    συντομογραφία: repo

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • repository στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια