repository
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
repository | repositories |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
repository (en)
- η τοποθεσία για αποθήκευση, ο θησαυρός
- ↪ he is a repository of information - είναι θησαυρός πληροφοριών
- ≈ συνώνυμα: mine, storehouse
- (πληροφορική) αποθετήριο (πηγαίου κώδικα και δεδομένων ή γενικότερα πληροφοριών)
- συντομογραφία: repo
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- repository στην αγγλική Βικιπαίδεια