repraesento
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
repraesento < re- + praesento < praesens < praesum < prae- + sum
Ρήμα[επεξεργασία]
repraesento (la)
- κάνω κάτι αμέσως, δεν αναβάλλω
- αγοράζω με μετρητά, αμέσως
- επιδεικνύω, παρουσιάζω