Μετάβαση στο περιεχόμενο

repress

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας repress
γ΄ ενικό ενεστώτα represses
αόριστος repressed
παθητική μετοχή repressed
ενεργητική μετοχή repressing

repress (en)

  1. καταπνίγω, απωθώ, προσπαθώ να μην έχω ή να μην δείξω συναίσθημα, αίσθημα κτλ.
      He suppressed his anger and accepted the compromise.
    Κατέπνιξε την οργή του και δέχτηκε το συμβιβασμό.
      The patient had repressed the unpleasant experience.
    Ο ασθενής είχε απωθήσει τη δυσάρεστη εμπειρία.
      Repressed guilt can create neuroses.
    Απωθημένες ενοχές μπορεί να δημιουργήσουν νευρώσεις.
      He grew up in an oppressive environment that created a lot of repressed feelings in him.
    Μεγάλωσε σε ένα καταπιεστικό περιβάλλον που του δημιούργησε πάρα πολλά απωθημένα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη stifle
  2. καταπνίγω, καταστέλλω, χρησιμοποιώ πολιτική ή/και στρατιωτική βία για να ελέγξω μια ομάδα ανθρώπων και να περιορίσω την ελευθερία τους
      They were unable to repress the people’s revolution.
    Δεν μπόρεσαν να καταπνίξουν την επανάσταση του λαού.
      The uprising was repressed by military intervention.
    Η εξέγερση κατεστάλη με την επέμβαση του στρατού.
     συνώνυμα: suppress