reprimand
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
reprimand | reprimands |
reprimand (en)
- η επίπληξη
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | reprimand |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reprimands |
αόριστος | reprimanded |
παθητική μετοχή | reprimanded |
ενεργητική μετοχή | reprimanding |
reprimand (en)