repudio
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | repudio | repudioj |
αιτιατική | repudion | repudiojn |
repudio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | repudio | repudioj |
αιτιατική | repudion | repudiojn |
repudio (eo)