repulsive

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός repulsive
συγκριτικός more repulsive
υπερθετικός most repulsive

Επίθετο[επεξεργασία]

repulsive (en)

  1. απωθητικός, αποκρουστικός, σιχαίνομαι
    a repulsive sight - απωθητικό/αποκρουστικό θέαμα
    All food was repulsive (to me) during my illness.
    Σιχαινόμουν όλα τα φαγητά στη διάρκεια της αρρώστειας μου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unpleasant
  2. (φυσική) απωθητικός, που προκαλεί απώθηση
    repulsive forces - απωθητικές δυνάμεις

Πηγές[επεξεργασία]