rerum
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]rērum θηλυκό
- γενική πληθυντικού του rēs
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- dē rērum (με αφαιρετική) - (για τίτλο έργου) περί, σχετικά με, π.χ. dē rērum nātūrā (περί της φύσεως των πραγμάτων), έργο του Λουκρητίου