research

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

research (en) (μη μετρήσιμο)

  • η έρευνα
    scientific research - επιστημονική έρευνα
    market research - έρευνα της αγοράς
    They are doing research on the causes of cancer.
    Κάνουν έρευνες για τα αίτια του καρκίνου.
    I’m busy with research.
    Είμαι απασχολημένος με έρευνα.

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας research
γ΄ ενικό ενεστώτα researches
αόριστος researched
παθητική μετοχή researched
ενεργητική μετοχή researching

research (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) ερευνώ
    The topic hasn’t yet been researched in depth by scholars.
    Το θέμα δεν έχει ακόμα ερευνηθεί σε βάθος από τους ειδικούς μελετητές.

Πηγές[επεξεργασία]