researcher
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
researcher | researchers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]researcher (en)
- (επάγγελμα) ο ερευνητής/η ερευνήτρια, επιστήμονας που διεξάγει έρευνα
- ⮡ The collaboration between the researchers led to new discoveries.
- Η συνεργασία μεταξύ των ερευνητών οδήγησε σε νέες ανακαλύψεις.
- ⮡ The collaboration between the researchers led to new discoveries.