Μετάβαση στο περιεχόμενο

researcher

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
researcher researchers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
researcher < research + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

researcher (en)

  • (επάγγελμα) ο ερευνητήςερευνήτρια, επιστήμονας που διεξάγει έρευνα
      The collaboration between the researchers led to new discoveries.
    Η συνεργασία μεταξύ των ερευνητών οδήγησε σε νέες ανακαλύψεις.