resedo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

resedo < re + sedo

Ρήμα[επεξεργασία]

resedo

  1. καταπραΰνω, ηρεμώ
  2. θεραπεύω, επουλώνω

Κλίση[επεξεργασία]