resistant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
resistant (en)
- που προβάλλει αντίσταση
- ανθεκτικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
resistant (en)
- ο άνθρωπος που αντιστέκεται, (ιδιαίτερα) ο αντιστασιακός