resistant
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]resistant (en)
- που προβάλλει αντίσταση
- ανθεκτικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]resistant (en)
- ο άνθρωπος που αντιστέκεται, (ιδιαίτερα) ο αντιστασιακός
resistant (en)
resistant (en)