resolve
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
resolve (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
resolve (en)
- επιλύω
- αποφασίζω να πετύχω κάτι οπωσδήποτε
- the police officer resolved to catch the murderer
- αποφασίζω με μια επίσημη διαδικασία
- αναλύω κάτι στα συστατικά του