resolve

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
resolve resolves

resolve (en)

  1. η αποφασιστικότητα

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας resolve
γ΄ ενικό ενεστώτα resolves
αόριστος resolved
παθητική μετοχή resolved
ενεργητική μετοχή resolving

resolve (en)

  1. επιλύω, τακτοποιώ
    I resolve a problem - επιλύω ένα πρόβλημα
    I resolve a matter - τακτοποιώ ένα θέμα
     συνώνυμα: solve, take care of, settle, sort out, straighten out, straighten up, iron out
  2. αποφασίζω να πετύχω κάτι οπωσδήποτε
    I resolved to teaching myself English
    Αποφάσισα να μάθω αγγλικά μόνος μου
     συνώνυμα: determine
  3. αποφασίζω με μια επίσημη διαδικασία
    Our committee resolved that…
    Η επιτροπή μας αποφάσισε ότι…
  4. αναλύω κάτι στα συστατικά του

Πηγές[επεξεργασία]

Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 115. ISBN 9780194325684. , λήμμα: αποφασίζω