resource
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
resource | resources |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]resource (en)
- ο πόρος, μια προμήθεια κάτι που έχει και μπορεί να χρησιμοποιήσει μια χώρα, ένας οργανισμός ή ένα άτομο, ειδικά για να αυξήσει τον πλούτο του
- ↪ the natural resources of a country - οι φυσικοί πόροι μιας χώρας
- το πλεονέκτημα, το ατού, κάτι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επίτευξη ενός στόχου
- ↪} Parks are a great resource for residents of cities.
- Τα πάρκα είναι μεγάλο πλεονέκτημα για τους κατοίκους των πόλεων.
- ↪ Your knowledge of English will be a great resource.
- Η γνώση της αγγλικής Θα σου είναι μεγάλο ατού.
- ↪} Parks are a great resource for residents of cities.
- (υλικό υπολογιστή) ο πόρος (CPU, μνήμη, κλπ.) ενός υπολογιστικού συστήματος
- ↪ back-up resource - εφεδρικός πόρος[1]
- (λογισμικό) ο πόρος, οι διαθέσιμες λειτουργίες των προγραμμάτων ενός συστήματος
- (διαδίκτυο) συνώνυμο του web resource
- → δείτε τη λέξη uniform resource identifier (URI)
Υπώνυμα
[επεξεργασία]υλικό υπολογιστή:
Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.