respirable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- respirable < respirer
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
respirable | respirables |
respirable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
respirable | respirables |
respirable (fr) αρσενικό ή θηλυκό