Μετάβαση στο περιεχόμενο

respirateur

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
respirateur < respirer

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
respirateur respirateurs

respirateur (fr) αρσενικό