respirateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- respirateur < respirer
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
respirateur | respirateurs |
respirateur (fr) αρσενικό
- (ιατρική) ο αναπνευστήρας