respiration

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

respiration (en) (μη μετρήσιμο)

  1. (επίσημο) η αναπνοή, η πράξη του αναπνέω
    artificial respiration - τεχνητή αναπνοή
  2. (βιολογία) η αναπνοή
    pulmonary/tracheal/gill respiration - πνευμονική/τραχειακή/βραγχιακή αναπνοή

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

respiration (fr) θηλυκό

  • η αναπνοή
    sa respiration est devenue lourde/légère - η αναπνοή του βάρυνε/ελάφρυνε
    respiration artificielle. - τεχνητή αναπνοή

Συγγενικά[επεξεργασία]