respiration
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
respiration (en) (μη μετρήσιμο)
- (επίσημο) η αναπνοή, η πράξη του αναπνέω
- ↪ artificial respiration - τεχνητή αναπνοή
- (βιολογία) η αναπνοή
- ↪ pulmonary/tracheal/gill respiration - πνευμονική/τραχειακή/βραγχιακή αναπνοή
Πηγές[επεξεργασία]
- respiration - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 54. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναπνοή
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
respiration (fr) θηλυκό
- η αναπνοή
- sa respiration est devenue lourde/légère - η αναπνοή του βάρυνε/ελάφρυνε
- respiration artificielle. - τεχνητή αναπνοή