respiratoire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
respiratoire respiratoires

Επίθετο

[επεξεργασία]

respiratoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη respirer