respite

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

respite (en) (μη μετρήσιμο, μόνο στον ενικό)

  1. το σύντομο διάλειμμα, η ανάπαυλα
    a welcome respite - μια ευπρόσδεκτη ανάπαυλα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη pause
  2. αναβολή ή ματαίωση εκτέλεσης (θανατικής καταδίκης)
     συνώνυμα: reprieve

Ρήμα[επεξεργασία]

respite (en)

Πηγές[επεξεργασία]