Μετάβαση στο περιεχόμενο

respond

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας respond
γ΄ ενικό ενεστώτα responds
αόριστος responded
παθητική μετοχή responded
ενεργητική μετοχή responding

respond (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) απαντώ, ανταποκρίνομαι, δίνω απάντηση
      Respond to me with a yes or a no.
    Απάντησέ μου μ΄ ένα ναι ή μ΄ ένα όχι.
      You didn’t respond to my message.
    Δεν απάντησες στο μήνυμά μου.
      I asked him when he would come, but he didn't respond.
    Τον ρώτησα πότε θα έρθει, αλλά δεν αποκρίθηκε.
  2. (αμετάβατο) αντιδρώ, κάνω κάτι ως αντίδραση σε κάτι που έχει πει ή κάνει κάποιος
      How did he respond to the news?
    Πώς αντέδρασε στα νέα;
      He responded positively to the affection we showed him.
    Αντέδρασε θετικά στην αγάπη που του δείξαμε.
      When he insulted me, I responded with a kick.
    Όταν μ' έβρισε, αντέδρασα με μια κλωτσιά.
     συνώνυμα: react
  3. (αμετάβατο) ανταποκρίνομαι, υπακούω, αντιδρώ γρήγορα ή με τον σωστό τρόπο σε κάτι ή κάποιον
      Our company is small enough to respond quickly.
    Η εταιρεία μας είναι αρκετά μικρή ώστε να ανταποκρίνεται γρήγορα.
      He tried to move but his body wouldn't respond.
    Προσπάθησε να κινηθεί, αλλά το σώμα του δεν ανταποκρινόταν.
      The driver stepped on the brake, but the car didn’t respond and ran into the car in front.
    Ο οδηγός πάτησε φρένο, αλλά το αυτοκίνητο δεν υπάκουσε κι έπεσε πάνω στο προπορευόμενο όχημα.
  4. (αμετάβατο) ανταποκρίνομαι, αντιδρώ, βελτιώνομαι ως αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου είδους θεραπείας
      She is responding well to treatment.
    Ανταποκρίνεται καλά στη θεραπεία.
      His illness is responding to the treatment.
    Η αρρώστια του αντιδράει στη θεραπεία.