respond
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
respond (en)
- ανταποκρίνομαι, δίνω απάντηση, απαντώ (με λόγια ή με πράξεις)
- we must respond to food crisis
respond (en)