Μετάβαση στο περιεχόμενο

responsibility

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
responsibility responsibilities

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

responsibility (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ευθύνη, η αρμοδιότητα, η υποχρέωση κάποιου να ανταποκριθεί σε ορισμένη εντολή, υπόσχεση, καθήκον κτλ. και να λογοδοτήσει για τις σχετικές ενέργειες
    παράδειγμα  I have a job with many/minimal responsibilities.
    Έχω μια εργασία με πολλές/ελάχιστες ευθύνες.
    παράδειγμα  Independently of the team, everyone has to take personal responsibility.
    Ανεξάρτητα από την ομάδα, ο καθένας πρέπει να αναλάβει την προσωπική του ευθύνη.
    παράδειγμα  There is confusion about the responsibilities of each service.
    Υπάρχει μια σύγχυση σχετικά με τις αρμοδιότητες της κάθε υπηρεσίας.
  2. (μη μετρήσιμο) η ευθύνη, η υπαιτιότητα
    παράδειγμα  Who has/bears the responsibility for the accident.
    Ποιος έχει/φέρει την ευθύνη για το ατύχημα;
    παράδειγμα  I admit my responsibility.
    Παραδέχομαι την ευθύνη μου.
    παράδειγμα  I deny all responsibility./I disclaim all responsibility.
    Αρνούμαι κάθε ευθύνη./Αποκρούω/Αποποιούμαι κάθε ευθύνη.
     συνώνυμα: blame